- υπερβίως
- Αεπίρρ. βλ. υπέρβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερβιῶς — ὑπερβιόω outlive pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑπερβίως — Ὑπέρβιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβίως — ὑπέρβιος of overwhelming strength adverbial ὑπέρβιος of overwhelming strength masc/fem acc pl (doric) ὑ̱περβίως , ὑπερβιόω outlive imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρβιος — ον, Α 1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.) 2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον αδιάντροπα, ασυγκράτητα. επίρρ... ὑπερβίως Α ασυγκράτητα, αδιάντροπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + … Dictionary of Greek